ελαιοφόρος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐλαιοφόρος, -ον)
(για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος
νεοελλ.
1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι
2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό
μσν.
1. είδος γερακιού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαιοφόρον
ελαιοπωλείο.