ἐναντιογνώμων

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (γνώμη)

   A of contrary opinion, ib.29: gloss on ἀγνώμων, Sch.S.OC86.

German (Pape)

[Seite 827] ονος, von entgegengesetzter Ansicht, Schol. Soph. O. C. 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιογνώμων: -ον, (γνώμη) ἔχων ἐναντίαν γνώμην, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 86.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene una opinión contraria ἐναντιόβουλοι καὶ ἐναντιογνώμονες Vett.Val.60.15.
2 implacable, inflexible, severo glos. a ἀγνώμονες Sch.S.OC 86P.

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ έναντιογνώμων, -ον)
αυτός που έχει αντίθετη γνώμη, ασύμφωνος, αντίθετος.