severo
From LSJ
Spanish > Greek
δριμύς, αὐστηρός, δυσπρόσοδος, ἀνεπιεικής, ἀτεράμνων, ἀτηρόγνωμος, ἀπαραίτητος, ἀπηνής, δυσηνής, ἐμβριθής, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος
δριμύς, αὐστηρός, δυσπρόσοδος, ἀνεπιεικής, ἀτεράμνων, ἀτηρόγνωμος, ἀπαραίτητος, ἀπηνής, δυσηνής, ἐμβριθής, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος