ενεδρεύω

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐνεδρεύω)
κρύβομαι κάπου για να επιτεθώ ξαφνικά, παραμονεύω («ἀδίκως δικαίους ἐνήδρευσαν», Μηναία)
αρχ.
1. έχω κακούς σκοπούς απέναντι σε κάποιον
2. παθ. εξαπατώμαι («ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι», Λυσ.)
3. τοποθετώ σε ενέδρα («τρισχιλίους εὐτολμοτάτους πεζοὺς ἐνήδρευσεν»)
4. εμποδίζω («ἵνα μὴ ἐνεδρεύσῃς τὴν διάπρασιν»).