η (AM ἐξέγερσις) εξεγείρωνεοελλ.1. διέγερση, έξαψη («ο λαός βρίσκεται σε εξέγερση»)2. επανάσταση, ανταρσία («ἐξέγερση κρατουμένων»)αρχ.-μσν.1. ξύπνημα2. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να ξυπνήσει άλλον.