ἐπάναγκες
German (Pape)
[Seite 899] adv., nothwendigerweise, κομῶντες, sie sind durch Herkommen gezwungen, langes Haar zu tragen, Her. 1, 82; ἐπάναγκές ἐστι, es ist nothwendig, Andoc. 3, 12; Plat. Legg. VIII, 848 a u. öfter; Dem. 24, 21 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
neutre de l’inus. *ἐπανάγκης;
nécessaire ; adv. nécessairement, par force ; ἐπάναγκες κομῶντες HDT porter de longs cheveux selon la coutume obligatoire.
Étymologie: ἐπί, ἀνάγκη.
English (Strong)
neuter of a presumed compound of ἐπί and ἀνάγκη; (adverbially) on necessity, i.e. necessarily: necessary.
English (Thayer)
(ἀνάγκη (hence, literally, on compulsion)), necessarily: πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, besides these things which are necessarily imposed, Buttmann, 27. (24)). (Herodotus, Andocides (405 B.C.>), Plato, Demosthenes, Aristotle, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Aelian, Epictetus.)
Greek Monolingual
ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].