επικονίαση

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. εναπόθεση σκόνης, επίστρωση με κονίαμα
2. βοτ. η μεταφορά της γύρης από τον ανθήρα και η εναπόθεσή της πάνω στο στίγμα του άνθους, η οποία γίνεται με τον άνεμο ή τα έντομα και έχει ως αποτέλεσμα τη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κονίαση (< κονία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κωνστ. Μητσόπουλο].