επίληψις

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπίληψις, ἡ (Α)
1. πιάσιμο
2. απόκτηση
3. αξίωση σ’ ένα κτήμα με κατοχή ή εξαιτίας κατοχής
4. επίπληξη, μομφή
5. σταμάτημα
6. επιληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήψις (< λαμβάνω)].