ἐπίληψις, ἡ (Α)1. πιάσιμο2. απόκτηση3. αξίωση σ’ ένα κτήμα με κατοχή ή εξαιτίας κατοχής4. επίπληξη, μομφή5. σταμάτημα6. επιληψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήψις (< λαμβάνω)].