επιστομίζω
Greek Monolingual
και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) επίστομα
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα
2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα
3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω
αρχ.-μσν.
1. φιμώνω, τοποθετώ χαλινάρι
2. αποστομώνω, κλείνω το στόμα κάποιου
αρχ.
1. χαλιναγωγώ, τιθασεύω
2. (για αυλητή) τοποθετώ το επιστόμιο στο στόμα μου.