φιμώνω
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
φιμῶ, φιμόω, ΝΜΑ φιμός
(σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο
νεοελλ.
1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τον εμποδίσω να φωνάξει
2. μτφ. στερώ την ελευθερία του λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας»)
3. φρ. «φιμώνω το σχοινί»
ναυτ. δένω την άκρη του σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει
μσν.-αρχ.
υποτάσσω, δαμάζω («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ φρόνημα», Μάρκ. Ερ.)
αρχ.
1. κατασιγάζω, αποστομώνω
2. παθ. φιμοῦμαι, -όομαι
μένω σιωπηλός, σιωπώ
3. φρ. «φιμοῦμαι πρός τι» — κρατώ το στόμα μου κλειστό για κάτι, δεν λέω κάτι (Σέξτ. Εμπ.).
Translations
muzzle
Bulgarian: слагам намордник; Dutch: muilkorven; Esperanto: buŝumi, silentigi; Finnish: tukkia, estää, laittaa kuonokoppa; French: museler; German: einen Maulkorb anlegen, einen Maulkorb verpassen; Gothic: 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌼𐌿𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: φιμώνω, βάζω φίμωτρο; Greek Ancient: φιμόω; Icelandic: mýla, múlbinda, setja munnkörfu á, þagga niður í, múlbinda; Ido: bokoligar, bokostopar, muzeloligar; Italian: imbavagliare, mettere a tacere, mettere la museruola; Macedonian: затнува; Maori: whakamōkā, mokonaha, pōnīnī; Norwegian: gi, få munnkurv, sette; Portuguese: amordaçar; Spanish: amordazar, censurar, atar, limitar; Swedish: sätta munkavle på, tysta ner