ερασιτέχνης

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ερασιτέχνις
1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος
2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ.λπ.)
3. όποιος κάνει κάτι περιστασιακά,όχι συστηματικά («ερασιτέχνης καπνιστής»)
4. φρ. «ερασιτέχνης ηθοποιός»
α) ο μη επαγγελματίας ηθοποιός
β) δόκιμος, μαθητευόμενος ηθοποιός
γ) χρησιμοποιείται από ηθοποιούς και κριτικούς με μειωτική ή και υβριστική σημασία για αδέξιο, κακό ηθοποιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].