η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) ευμαθής1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.)2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση.