η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπόαρχ.1. η ευπραξία2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, δυσ-πραξία].