ζηλοτυπώ

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ζηλοτυπῶ, -έω) ζηλότυπος
1. φθονώ, ζηλεύω
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχώ για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, κατέχομαι από ζηλοτυπία
αρχ.
1. αγανακτώ με κάτι («καὶ ἐζηλοτύπει τά γιγνόμενα», Αισχίν.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι ενδιαφέρομαι πολύ για κάτι
3. μιμούμαι κάτι με ζήλο
4. αποδοκιμάζω έντονα.