ηλεκτροφόρηση

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. χημ. φαινόμενο κατά το οποίο πραγματοποιείται, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, μεταφορά τών φορτισμένων ηλεκτρικά τεμαχιδίων ενός κολλοειδούς συστήματος ή γαλακτώματος
2. ιατρ. φαινόμενο κατά το οποίο, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, πραγματοποιείται διαχωρισμός και ποσοτικός προσδιορισμός τών διαφόρων κλασμάτων τών πρωτεϊνών του ορού του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrophoresis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -phoresis (πρβλ. φόρηση)].