φόρηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / φόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, -έσεως, Α φορῶ
νεοελλ.
βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις ορισμένων αρθροπόδων που προσκολλώνται σε ένα ιπτάμενο ζώο ή η μετακίνηση μέσα στο νερό του ψαριού ρέμορα, που μεταφέρεται προσκολλώμενο σε καρχαρίες ή σε άλλους οργανισμούς ή και στο κύτος τών πλοίων
μσν.-αρχ.
μεταφορά
αρχ.
η ενέργεια του φορώ, το να φορεί κανείς κάτι («ἱματίου... φορήσεως», Αθήν.).