ποσοτικός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ποσότητα («ποσοτική εξέταση)
2. φρ. α) «ποσοτική ανάλυση»
χημ. κλάδος της χημείας που ασχολείται με τον προσδιορισμό της ποσότητας ή της ποσοστιαίας αναλογίας τών συστατικών ενός δείγματος
β) «ποσοτική θεωρία του χρήματος»
(οικον.) η θεωρία που συνδέει τις μεταβολές στο γενικό επίπεδο τιμών με την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί
γ) «ποσοτικός φόρος»
(οικον.) η μέθοδος κατά την οποία ο φορολογικός συντελεστής καθορίζεται από πριν με τη μορφή ποσοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσό. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικ. Θεοτόκη].