ημιεπίσημος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που είναι μόνο εν μέρει επίσημος, που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα («ημιεπίσημη ανακοίνωση»)
2. φρ. «ημιεπίσημο όργανο της κυβέρνησης» — εφημερίδα που εκδίδεται από ιδιώτη, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί τη γνώμη της κυβέρνησης.
επίρρ...
ημιεπισήμως και -α
με τρόπο ημιεπίσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].