θεσμοδότης

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ὁ,

   A lawgiver, cj. for -θέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.˙ θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο-δότης, εργο-δότης, υπνο-δότης)].