ἰθυσκόλιος, -ον (Α)(για τη σπονδυλική στήλη) αυτός που είναι κυρτός κατά τη μία διεύθυνση και ευθύς κατά την άλλη, αυτός που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός από τα πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + σκολιός «κυρτός»].