ἰθυσκόλιος

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυσκόλιος Medium diacritics: ἰθυσκόλιος Low diacritics: ιθυσκόλιος Capitals: ΙΘΥΣΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: ithyskólios Transliteration B: ithyskolios Transliteration C: ithyskolios Beta Code: i)qusko/lios

English (LSJ)

[ῑθ], ον curved in one direction, though straight in another, of the normal spine, Hp.Art.45.

German (Pape)

[Seite 1246] grade gekrümmt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυσκόλιος: -ον, κεκυρτωμένος κατὰ μίαν διεύθυνσιν, ἀλλὰ εὐθὺς κατ’ ἄλλην, ἐπὶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810· ἴδε ἐν λ. ἰθύκυφος.

Greek Monolingual

ἰθυσκόλιος, -ον (Α)
(για τη σπονδυλική στήλη) αυτός που είναι κυρτός κατά τη μία διεύθυνση και ευθύς κατά την άλλη, αυτός που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + σκολιός «κυρτός»].