ἰθυσκόλιος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
[ῑθ], ον curved in one direction, though straight in another, of the normal spine, Hp.Art.45.
German (Pape)
[Seite 1246] grade gekrümmt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυσκόλιος: -ον, κεκυρτωμένος κατὰ μίαν διεύθυνσιν, ἀλλὰ εὐθὺς κατ’ ἄλλην, ἐπὶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810· ἴδε ἐν λ. ἰθύκυφος.
Greek Monolingual
ἰθυσκόλιος, -ον (Α)
(για τη σπονδυλική στήλη) αυτός που είναι κυρτός κατά τη μία διεύθυνση και ευθύς κατά την άλλη, αυτός που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + σκολιός «κυρτός»].