κανάλι

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM κανάλιον, Μ και κανάλιο[ν]). 1. θαλάσσιο πέρασμα, φυσικό ή τεχνητό
2. αυλάκι γεμάτο νερό, διώρυγα, οχετός
νεοελλ.
1. τόπος κατάλληλος για μεταφορὰ εμπορευμάτων
2. μτφ. η ζώνη συχνότητας από την οποία μεταδίδονται εικόνες και ήχοι από τους τηλεοπτικούς πομπούς στους δέκτες της τηλεόρασης, δίαυλος
αρχ.
1. πάροδος
2. θολωτός οχετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. canalis].