κάπνα

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καπνιά, η
ο καπνός, η αιθάλη («άνοιξε τα παράθυρα γιατί είχε γεμίσει κάπνα το δωμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό, πρβλ. άχνα < αχνίζω (II), λαχτάρα < λαχταρώ].