κατάποση

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α κατάποσις) καταπίνω
το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα
νεοελλ.
φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα του στόματος διά μέσου του οισοφάγου στο στομάχι
αρχ.
το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο φάρυγγας και ο οισοφάγος.