η (Α κέντησις) κεντώκεντιά, τσίμπημα, αγκύλωμα, νύξη, νύγμανεοελλ.κέντημα, στόλισμα, ποίκιλμααρχ.επιγρ. η τοποθέτηση ψηφίδων σε μωσαϊκό, η κατασκευή ψηφιδωτών.