κένωση

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) κενώ
1. το άδειασμα
2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση
νεοελλ.
το σερβίρισμα
αρχ.
1. ιατρ. ελάττωση του αίματος, πενιχρή δίαιτα
2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα.