κνώδαλο
Greek Monolingual
το (AM κνώδαλον)
(για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος
μσν.-αρχ.
κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ.
αρχ.
οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε αρχικό τ. κνωδ(ο)- που ανήκει στην οικογένεια του κνῶ και θα πρέπει να σήμαινε «δόντι, αυτό που δαγκώνει». Εμφανίζει επίθημα -αλ-ον. Η αρχική του σημ. θα πρέπει να ήταν ζώο που δαγκώνει και εξελίχθηκε σε «άγριο, βλαβερό ζώο». Βλ. και κνώδαξ, κνώδων.
ΠΑΡ. αρχ. κνωδάλιον, κνωδαλώ μσν. κνωδαλώδης].