κνωδαλώδης
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (LSJ)
κνωδαλώδες, monstrous, Tz. H.5.521.
German (Pape)
[Seite 1464] ες, thierisch, Tzetz.
Greek Monolingual
κνωδαλώδης, -ῶδες, (Μ) κνώδαλον
θηριώδης, άγριος.