και κονσέρτο, το1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, συναυλία2. εκτενής μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα όργανα σόλο με συνοδεία ορχήστας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concerto «άμιλλα» (μουσική) < λατ. concertare «διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι»].