κοντσέρτο

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κονσέρτο, το
1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, συναυλία
2. εκτενής μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα όργανα σόλο με συνοδεία ορχήστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concerto «άμιλλα» (μουσική) < λατ. concertare «διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι»].