κουστωδία

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A custodia, Ev.Matt.27.65.

Greek (Liddell-Scott)

κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.

English (Strong)

of Latin origin; "custody", i.e. a Roman sentry: watch.

English (Thayer)

κουστωδίας (Buttmann, 17 (16)), ἡ (a Latin word), guard: used of the Roman soldiers guarding the sepulchre of Christ, Matthew 28:11. (Ev. Nic c. 13.)

Greek Monolingual

η (AM κουστωδία)
στρατιωτική φρουρά
νεοελλ.
αστυνομική συνοδεία
μσν.
1. φρούρηση
2. φροντίδα, φύλαξη
αρχ.
επαγρύπνηση, ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custodia < λατ. custos «φύλακας, φρουρός»].