κυδνός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = κυδρός, Hes.Th.328 (v.l. κυδρή), IG14.2117; v.l. for κυδρός, Hes.Op.257.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδρός, Beiwort der Dike, Hes. O. 259, l. d., wie auch bei Ath. III, 116 c u. Alcman. bei Schol. Pind. P. 4, 319 die v. l. κυδρός vorzuziehen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

κυδνός: -ή, -όν, ἔνδοξος, ἐπίθετ. εὑρισκόμενον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Ἡσ. Θ. 328, Ἔργ. κ. Ἡμ. 255, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 116C, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἄνευ τῆς διαφ. γραφ. κυδρός.

Greek Monolingual

κυδνός, -ή, -όν (Α)
ένδοξος, φημισμένος («Διὸς κυδνὴ παράκοιτις», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του κυδρός, που εμφανίζει επίθημα -νος (πρβλ. αγ-νός)].