παράκοιτις
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ῐος, ἡ, acc. ῐν (later παρακοίτιδα Supp.Epigr.1.455.10 (Phrygia, iii A. D.)), fem. of παρακοίτης, wife, αἰδοίη, θαλερή, ἰφθίμη, κυδρή, Il. 21.479, 3.53, Od.23.92, 15.26, etc.; Ep. dat. παρακοίτῑ 3.381, Hes.Sc.14, 46.
German (Pape)
[Seite 484] ιος, ἡ, fem. von παρακοίτης, Beischkäserinn, gew. Ehegattinn, oft bei Hom. u. Hes.; ep. dat. παρακοίτι, Od. 3, 381; Hes. Sc. 14. 46; sp. D., wie Antp. Sid. 34 (Plan. 176).
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) ; ι, ιν;
épouse.
Étymologie: παρά, κοίτη.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκοιτις -ιος, ἡ [παρά, κοίτη] echtgenote.
Russian (Dvoretsky)
παράκοιτις: ιος ἡ (dat. παρακοίτῑ) супруга Hom., Hes.
English (Autenrieth)
dat. παρακοιτῖ: wife.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παρακοίτης.
Greek Monotonic
παράκοιτῐς: -ῐος, ἡ, αιτ. -ῐν, θηλ. του προηγ., σύζυγος, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. δοτ. παρακοίτῑ, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
παράκοιτῐς: ῐος, ἡ, αἰτ. ῐν, θηλυκ. τοῦ προηγ., σύζυγος, ἡ, γυνή, αἰδοίη, θαλερή, ἰφθίμη, κυδρὴ Ἰλ. Φ. 479, κλ.· Ἐπικ. δοτ. παρακοίτῑ Ὀδ. Γ. 381, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 14. 46. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
Middle Liddell
παράκοιτῐς, ῐος, ἡ,
a wife, spouse, Il.; epic dat. παρακοίτῑ Od. [fem. of παρακοίτης