λάθυρος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A pulse, chickling, Lathyrus sativus, Anaxandr. 41.43 (pl.), Alex.162.12 (both anap.), Thphr.HP8.3.1, Plu.2.286e: heterocl. pl. λάθυρα Babr.74.6.

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, eine schotentragende Pflanze, Theophr. u. A., Essen für arme Leute, Ath. II, 55 a.

Greek (Liddell-Scott)

λάθῠρος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pois chiche, plante.
Étymologie: DELG origine ignorée ; cf. ttf. lat. lens « lentille ».

Greek Monolingual

ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].