μελαψός

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μελαμψός, -όν)
1. βαθιά, έντονα μελαχρινός
2. σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελαμψός < μελαν-οψός (με συλλαβική ανομοίωση και τροπή του έρρινου ν σε χειλ. προ του ψ) < μέλας, -ανος + ὄψις.