λειανός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά
κέρματα, ψιλά
3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» — εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. -ανός, κατά το άδειος: αδειανός. Το επίθετο απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή λειαν(ο) και προσδίδει υποκοριστική σημασία στο β' συνθετικό. Ο τ. λιανός δεν είναι ορθός, γιατί δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά.
ΠΑΡ. νεοελλ. λειανεύω, λειανίζω, λειανικός.
ΣΥΝΘ. λειανόβροχο, λειανοκάμωτος, λειανοκέρι, λειανοκλάδι, λειανοπουλώ, λειανοτούφεκο, λειανοτράγουδο, λειανοτρέμω].