λοξοδρομία
Greek Monolingual
και -ιά, η
1. το να προχωρεί κάποιος λοξά, το να εξέρχεται από τον ευθύ δρόμο
2. το να λέει κάποιος κάτι με περιστροφές
3. ναυτ. α) πλεύση κατά την οποία η καρίνα του πλοίου τέμνει όλους τους μεσημβρινούς της Γης κατά την ίδια γωνία και η οποία παριστάνεται στους ναυτικούς χάρτες με καμπύλη γραμμή
β) η κατά τεθλασμένη γραμμή πλεύση ενός σκάφους, συνήθως ιστιοφόρου, αντίθετα με την φορά του ανέμου, η πλαγιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν του F. D. Deheque].