λούστρο

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι
2. στιλπνότητα, γυαλάδα
3. λουστράρισμα, στίλβωση
4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»].