λυσσάζω

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λυσσιάζωλυσσάζω και λυσσιάζω) λύσσα
1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα
2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τον παντρευτεί»)
3. κατέχομαι από μανιώδη οργή
νεοελλ.
φρ. «τον λύσσαξα στο ξύλο» — τον έδειρα άγρια
μσν.
φρ. «λυσσιάζω εἰς κάποιον» — ξεσπώ με μανία εναντίον κάποιου.