μεζές

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό
2. (κατ' επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο»)
3. μτφ. μικρό μερίδιο σε κέρδος ή μικρή συμμετοχή σε απόλαυση (α. «του δώσανε έναν μεζέ από την προμήθεια, για να του κλείσουν το στόμα» β. «θέλω κι εγώ μεζέ»)
4. φρ. α) «μπεκρή μεζές» — πολύ αλατισμένο και εύγευστο έδεσμα ή λίχνευμα που προκαλεί οινοποσία
β) «τον πήραν στον μεζέ» — τον εμπαίζουν, τον περιγελούν, τον κοροϊδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meze].