μεταπέταμαι

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι,

   A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.

French (Bailly abrégé)

c. μεταπέτομαι.

Greek Monolingual

μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.