μεταπέτομαι
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
v. μεταπέταμαι.
French (Bailly abrégé)
f. μεταπτήσομαι;
s'envoler ailleurs.
Étymologie: μετά, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταπέτομαι: перелетать, улетать Luc.