μῆριγξ
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A bristle, Hsch.; cf. σμῆριγξ.
German (Pape)
[Seite 177] ιγγος, ἡ, auch σμῆριγξ, hartes, steifes Haar, Borsten, VLL., wahrscheinlich mit μηρύω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
μῆριγξ: -ιγγος, ἡ, σκληρὰ θρίξ, «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· σμῆριγξ, ἐν Λυκόφρ. 37.
Greek Monolingual
μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α)
1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων»
β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες
πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς μηροῑς καὶ τοῑς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες»
3. στον πληθ. μαλλιά, τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. μήν-ιγξ, σάλπ-ιγξ). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική συγγένεια. Η λ. σμήριγξ με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το μήρινθος, ενώ η ερμηνεία «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες» είναι πιθ. μια προσπάθεια συνδέσεως της λ. σμήριγξ με το μηρός.