μούχλα

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. (μυκητ.) η ορατή μάζα μυκηλίου και καρποφόρων που παράγεται από διάφορους μύκητες, μικρού μεγέθους, τών τάξεων μουκορώδη, υφομυκητώδη, ευρωτιώδη, και η οποία συχνά μοιάζει με μια βελούδινη επικάλυψη της επιφάνειας του ξενιστή, αναπτύσσεται δε συνήθως σε νεκρές ή αποσυντεθειμένες φυτικές ή ζωικές ουσίες, όπως είναι οι τροφές
2. είδος μικρών μυκήτων που προκαλούν τη μούχλα
3. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα, διανοητική καθυστέρηση, απαρχαιωμένη αντίληψη για τη ζωή και τα πράγματα
β) κατάσταση αχρηστίας, αδράνειας ή στασιμότητας
γ) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση («υπάρχει πολλή μούχλα στην κοινωνία μας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ()μούχλα < ὀμίχλα < ὀμίχλη.