ξεμπερδεύω

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή»)
2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς
3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση»)
4. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαφωτίζω («του τά ξεμπέρδεψα για να καταλάβει επιτέλους τί εννοούσα»)
5. εξαφανίζω, εξοντώνω κάποιον.