ξεροσταλιάζω

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. στέκομαι κάπου όρθιος και ακίνητος επί πολλή ώρα, ακουσίως ή αναγκαστικά («τί με είχες στημένο και ξεροστάλιαζα, αφού δεν είχες σκοπό να έλθεις;»)
2. ποθώ πολύ κάτι
3. υποφέρω από έλλειψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + σταλιάζω «μένω πολλή ώρα ακίνητος»].