ξεχειλίζω
Greek Monolingual
και ξεχειλώ, -άω ξέχειλος
1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη του δοχείου, χύνομαι απ' έξω, υπερχειλίζω
2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη του νερού, πλημμυρίζω
3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) γίνομαι αβάστακτος, αφόρητος, υπερβαίνω τα συνηθισμένα όρια («ξεχείλισε πια ο θυμός του»)
4. φρ. «ξεχείλισε το ποτήρι» — εξαντλήθηκε η υπομονή.