οιοπόλος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο-πόλος.———————— (II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιππο-πόλος.