ὀνοματώδης
English (LSJ)
ες,
A of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.
German (Pape)
[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.