ὀνοματικός
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ὀνοματική, ὀνοματικόν, consisting of nouns,opp. ῥηματικός, λέξις D.H.Amm.2.4, Th.22, Hermog.Id.1.6; τὰ ὀ. nouns substantive, D.H.Comp.2,5,12, al.; -κὴ θέσις as paraphr. for ὄνομα, A.D.Synt.313.27; -κὴ ὕπαρξις existence in name, opp. οὐσιώδης, ib.82.3. Adv. ὀνοματικῶς = in noun-form, D.H. Amm.2.2,5, Str.9.5.6, A.D.Adv.204.15.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξ ὀνόματος συγκείμενος, ἀντίθετ. τῷ ῥηματικός, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμαῖον 2. 4, π. Θουκ. 22· τὰ ὀνοματικά, οὐσιαστικὰ ὀνόματα, ὁ αὐτ. π. Συνθέσ. 2. 5, 12, κ. ἀλλ.· ― Ἐπίρρ. ὀνοματικῶς, ἐν μορφῇ ὀνόματος, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 2 καὶ 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνοματικός, -ή, -όν) όνομα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός
2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» — προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο, ή επέχει θέση ονόματος)
νεοελλ.
φρ. «ονοματικός ορισμός»
(λογ.) ορισμός που ερμηνεύει το όνομα, την ονομασία μιας έννοιας
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνοματικά
τα ουσιαστικά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνοματική
η διδασκαλία σχετικά με τον σχηματισμό και τη σημασιολογική υπόσταση τών λέξεων
3. φρ. «ὀνοματική ὕπαρξις» — ύπαρξη κατ' όνομα μόνο, σε αντιδιαστολή προς την ουσιώδη.
επίρρ...
ονοματικώς και -ά (Α ὀνοματικῶς)
με όνομα
αρχ.
με μορφή ονόματος.