οξυτονώ

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ὀξυτονῶ, -έω) οξύτονος
βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο
2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους
3. απολήγω σε οξύ άκρο.